Κρόνιος

Κρόνιος
Κρόν-ιος, α, ον, ([etym.] Κρόνος)
A of Cronos or Saturn,

ὦ Κρόνιε παῖ A.Pr.577

, Pi.O.2.12; K. ἅλς the Adriatic, A.R.4.327, 509; but K. πόντος the North Sea, Orph.A.1081.
b Astrol., Κρόνιον ὄμμα εἰς τὸν οἶκον ἐνέσκηψε, i.e. disaster, Hld.2.24.
2 Κρόνια (sc. ἱερά), τά, festival of Cronos at Athens on the twelfth of Hecatombaeon (hence called μὴν Κρόνιος, Plu.Thes.12);

ὄντων Κρονίων D.24.26

; K.

ἐνστάντων Alciphr.3.57

; later, = Lat. Saturnalia, D.H.4.14
, Plu.2.272e, etc.
3 Κρόνιον (sc. ὄρος), τό, the hill of Cronos, near Olympia, Pi.O.1.111; = Lat. templum Saturm, D.C. 45.17.
4 Κρόνιον, τό, = δελφίνιον, Ps.-Dsc.3.73.
II = Κρονικός 11, Κρονίων ὄζειν to smell of the dark ages, Ar.Nu.398, cf. Sch.ad loc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κρόνιος — of Cronos masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα …   Dictionary of Greek

  • Κρονίως — Κρόνιος of Cronos adverbial Κρόνιος of Cronos masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόνιον — Κρόνιος of Cronos masc acc sg Κρόνιος of Cronos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кроний — (Κρονιος) платоник II в. по Р. Хр.; учил, между прочим, что зло происходит от соединения души с материей …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κρονίη — Κρόνιος of Cronos fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίην — Κρόνιος of Cronos fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίης — Κρόνιος of Cronos fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίοιο — Κρόνιος of Cronos masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίου — Κρόνιος of Cronos masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”